σαδισμός

σαδισμός
ο садизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σαδισμός" в других словарях:

  • σαδισμός — Ψυχική ανωμαλία της ομάδας των σεξουαλικών διαστροφών: ο σαδιστής ικανοποιείται με το να κάνει τους άλλους να υποφέρουν. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μαρκήσιου Σαδ, συγγραφέα του 18ου αι., στα έργα του οποίου βρίσκονται περιγραφές της… …   Dictionary of Greek

  • σαδισμός — ο (λ. γαλλ.) 1. το να βρίσκει κάποιος ηδονή βασανίζοντας άλλους. 2. σεξουαλική διαστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλγολαγνεία — Σεξουαλική διαστροφή. Η ανάγκη ορισμένων ανώμαλων ατόμων να συνδυάζουν τη σεξουαλική πράξη με τη βία, την ταπείνωση, τη σκληρότητα κλπ., με στόχο τη μεγαλύτερη σεξουαλική απόλαυση ή και την ίδια τη σεξουαλική ηδονή, που είναι ανίκανοι να… …   Dictionary of Greek

  • σαδικός — ή, ό, Ν σαδιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Sade, όν. Γάλλου μαρκησίου (βλ. και σαδισμός)] …   Dictionary of Greek

  • σαδιστής — ο, θηλ. σαδίστρια, Ν 1. αυτός που πάσχει από σαδισμό 2. αυτός που ευχαριστείται να βασανίζει άλλο άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sadiste < sad (βλ. σαδισμός) + iste (βλ. ιστής)] …   Dictionary of Greek

  • σαδομαζοχισμός — ο, Ν η συνύπαρξη σαδισμού και μαζοχισμού στο ίδιο άτομο, η επιθυμία για επιβολή σε ένα άτομο και, συγχρόνως, η υποταγή σ’ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sadomasochisme < sad isme (βλ. σαδισμός) + συνδετικό φωνήεν ο + masochisme (βλ. μαζοχισμός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»